συνταγματισμός

συνταγματισμός
ο, Ν
η απόλυτη συμφωνία ή συμμόρφωση με το σύνταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταγμα, -ατος + κατάλ. -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στο περιοδικό Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”